καμπάνιος

καμπάνιος
-ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καμπανία τής Γαλλίας, είδος αφρώδους οίνου, ο καμπανίτης*.
2. γεωλ. «καμπάνιος βαθμίδα» — μία από τις εννέα βαθμίδες τής νεοκρητιδικής διαπλάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία που είναι μεταφορά στην ελλ. τού γαλλ. τοπωνυμίου Champagne].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”